κομψῶν

κομψῶν
κομψός
nice
fem gen pl
κομψός
nice
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιπονία — καλλιπονία, ἡ (AM) [καλλίπονος] η κατασκευή κομψών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • αίροψη — (airopsis). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, λεπτών και πολύ κομψών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Στο γένος ανήκουν φυτά τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για τη βόσκηση των ζώων καθώς και ως καλλωπιστικά. Από τα 6 είδη του γένους, που …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμ, Ρόμπερτ και Τζέιμς — (Robert & James Adam). Σκοτσέζοι αρχιτέκτονες, οι γνωστότεροι από τους τέσσερις γιους του επίσης αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Ά. Ο Ρόμπερτ Ά. (Κέρκαλντι 1728 – Λονδίνο 1792), θεωρητικός της αρχιτεκτονικής, μελετητής των αρχαίων μνημείων και δημιουργός… …   Dictionary of Greek

  • Απιάνι, Αντρέα — (Andrea Appiani, Μιλάνο 1754 – 1817). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς νεοκλασικούς ζωγράφους και ο μόνος με ευρωπαϊκή φήμη. Τα νεανικά του έργα, όπως οι τοιχογραφίες με θέμα τις ιστορίες του Έρωτα και της Ψυχής στη… …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Βόζι, Τσαρλς Φράνσις Άνσλι — (Charles Francis Annesley Voysey, Χέσλερ 1857 – Γουίντσεστερ 1941).Άγγλος αρχιτέκτονας και διακοσμητής. Ωρίμασε στο περιβάλλον του κινήματος Τέχνες και Επαγγέλματα (Αrts and Crafts)και του Γουίλιαμ Μόρις και δεν άργησε να εξελιχτεί σε μία από τις …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Τενεσί — (Tenessee Williams, Κολόμπους 1914 – Νέα Υόρκη 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τόμας Λάνιερ Γουίλιαμς (Thomas Lanier Williams). Γεννήθηκε και σπούδασε σε μία από τις πολιτείες του αμερικανικού νότου, στο Μισισιπή.… …   Dictionary of Greek

  • Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”